ciekawość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ciekawość | ciekawości |
γενική | ciekawości | ciekawości |
δοτική | ciekawości | ciekawościom |
αιτιατική | ciekawość | ciekawości |
οργανική | ciekawością | ciekawościami |
τοπική | ciekawości | ciekawościach |
κλητική | ciekawości | ciekawości |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ciekawość (pl) θηλυκό