cinglé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cinglé | cinglés |
θηλυκό | cinglée | cinglées |
cinglé (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cinglé | cinglés |
θηλυκό | cinglée | cinglées |
cinglé (fr)