ciré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ciré (fr) αρσενικό

Ένδυμα που φορείται όταν βρέχει.