circonciseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
circonciseur | circonciseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
circonciseur (fr) αρσενικό
- αυτός που εκτελεί την περιτομή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη circoncire