circuit breaker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]circuit breaker (en)
- (ηλεκτρολογία) διακόπτης κυκλώματος (κυριολεκτικά), αυτόματη ασφάλεια, ασφαλειοδιακόπτης
- → δείτε και τη λέξη fuse
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
circuit breaker στην αγγλική Βικιπαίδεια