Μετάβαση στο περιεχόμενο

circunstancia

Από Βικιλεξικό
ενικός πληθυντικός
circunstancia circunstancias

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
circunstancia < λατινική circumstantia

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siɾ.kunsˈt̪an̟.sja/ (Λατινική Αμερική)
ΔΦΑ : /siɾ.kunsˈt̪an̟.θja/ (Ισπανία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circunstancia (es) θηλυκό

  1. περίσταση
      «El miedo le hacía fijarse en cosas que en otra circunstancia le habrían pasado inadvertidas».
    «circunstancia» στο Diccionario del estudiante, από τη Real Academia Española. 2005.
    «Ο φόβος τον έκανε να παρατηρεί πράγματα που σε άλλη περίσταση θα του είχαν περάσει απαρατήρητα.»
  2. ποιότητα, απαίτηση
      «Hablar inglés es una de las circunstancias necesarias si se quiere trabajar en este empresa».
    «Η γνώση αγγλικών είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις αν θέλετε να εργαστείτε σε αυτήν την εταιρεία.»
  3. κατάσταση, πλαίσιο
      «Las cartas son documentos en que se registran las variaciones del lenguaje acorde a las circunstancias. Ello las hace valiosas dentro de los estudios lingüísticos».
    «Οι επιστολές είναι έγγραφα που καταγράφουν παραλλαγές στη γλώσσα ανάλογα με τις περιστάσεις. Αυτό τα καθιστά πολύτιμα στις γλωσσικές σπουδές.»

Εκφράσεις

[επεξεργασία]