ciseler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ciseler (fr)
- (γαστρονομία) κόβω σε πολλά κυβάκια
- λαξεύω, σμιλεύω