Μετάβαση στο περιεχόμενο

citoyenne

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
citoyenne < θηλυκό του citoyen

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
citoyenne citoyennes

citoyenne (fr) θηλυκό