Μετάβαση στο περιεχόμενο

ciudadano

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ciudadano (es) αρσενικό θηλυκό ciudadana

  1. ο υπήκοος μιας χώρας
  2. ο αστός (κάτοικος πόλης)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ciudadano (es) αρσενικό θηλυκό ciudadana