civilized
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | civilized |
συγκριτικός | more civilized |
υπερθετικός | most civilized |
civilized (en)
- πολιτισμένος
- ⮡ Swearing has no place in a civilized discussion.
- Η βλαστήμια δεν έχει θέση σε μια πολιτισμένη συζήτηση.
- ⮡ Swearing has no place in a civilized discussion.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]civilized (en)