cladding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cladding (en)
- επικάλυψη υλικού, κτιρίου κτλ.
- ειδικές αρθρωτές επιφάνειες (μονωτικές, πυρίμαχες, αισθητικές κτλ.) που στερεώνονται στο εξωτερικό των κτιρίων
cladding (en)