clairet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clairet | clairets |
Επίθετο[επεξεργασία]
clairet (fr)
- αραιός
- Cette soupe est clairette. Αυτή η σούπα είναι αραιή.
- (για κρασί) ανοιχτόχρωμος (και κατά συνέπεια: ελαφρύς)
- Ce vin me semble un peu clairet. Αυτό το κρασί μου φαίνεται λίγο ελαφρύ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clairet (fr) αρσενικό
- {λέγεται για το πολύ ελαφρό κρασί)
- Du clairet.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη clair