clairon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clairon | clairons |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clairon (fr) αρσενικό
- (μουσικό όργανο) η σάλπιγγα
- ο σαλπιγκτής
- (μουσική) μουσικό κομμάτι του αρμονίου που παίζεται στην οκτάβα της τρομπέτας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη clair