clarification
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clarification (fr) θηλυκό
- η διασαφήνιση
- η διευκρίνιση
- το ξεκαθάρισμα
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clarification (en)
clarification (fr) θηλυκό
clarification (en)