clarinettiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clarinettiste | clarinettistes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- clarinettiste < clarinette + -iste
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kla.ʁi.ne.tist/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clarinettiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
clarinettiste (it) θηλυκό
- τύπος πληθυντικού, θηλυκού γένους του clarinettista (αρσενικό clarinettisti)