clarinetto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- clarinetto < υποκοριστικό του ιταλικού clarino (είδος τρομπέτας). Συνδέθηκε με την τρομπέτα εξ αιτίας του οξέος ήχου των πρώτων κλαρινέτων.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clarinetto (it) αρσενικό (πληθυντικός: clarinetti)
[επεξεργασία]
- ↑ clarinet, ετυμολογία στο αγγλόφωνο Βικιλεξικό. ανεύρ:2018.07.11.
- ↑ clarinet, ετυμολογία στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια. ανεύρ:2018.07.11.