clause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
clause clauses
Η εντολή UPDATE της SQL με τρεις υποπροτάσεις (clauses) από τις οποίες η WHERE είναι προαιρετική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /klɔːz/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clause (en)

  1. (γραμματική) η πρόταση
    a main/subordinate clause - κύρια/δευτερεύουσα πρόταση
  2. (νομικός όρος) η ρήτρα, ο όρος, ένα στοιχείο σε ένα νομικό έγγραφο που λέει ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα πρέπει ή δεν πρέπει να γίνει
    A clause in the agreement provides that…
    Ένας όρος στην συμφωνία προβλέπει ότι…
  3. (προγραμματισμός) υποπρόταση (τμήμα) μιάς εντολής γλώσσας προγραμματισμού
    The SQL command UPDATE with three clauses of which the WHERE is optional.
    Η εντολή UPDATE της SQL με τρεις υποπροτάσεις από τις οποίες η WHERE είναι προαιρετική.



      ενικός         πληθυντικός  
clause clauses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clause (fr) θηλυκό