Μετάβαση στο περιεχόμενο

clearly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός clearly
συγκριτικός more clearly
υπερθετικός most clearly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
clearly < clear + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

clearly (en)

  1. καθαρά, σαφώς, με τρόπο που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω
    παράδειγμα  I am hearing/seeing clearly.
    Ακούω/βλέπω καθαρά.
    παράδειγμα  Small children don’t speak clearly.
    Τα μικρά παιδιά δε μιλούν καθαρά.
    παράδειγμα  The city is clearly visible.
    Διακρίνεται σαφώς η πόλη.
  2. καθαρά, σαφώς, ξεκάθαρα, εμφανώς, με τρόπο λογικό και εύκολο να κατανοηθεί
    παράδειγμα  They are clearly against us!
    Αυτοί είναι καθαρά εναντίον μας!
    παράδειγμα  She writes clearly.
    Γράφει καθαρά.
    παράδειγμα  His innocence is clearly seen from his testimony.
    Από τις καταθέσεις φαίνεται καθαρά η αθωότητά του.
    παράδειγμα  It was clearly stated that…
    Δηλώθηκε σαφώς ότι…
    παράδειγμα  clearly expressed comments - ξεκάθαρα διατυπωμένα σχόλια
    παράδειγμα  clearly different - εμφανώς διαφορετικός
  3. ξεκάθαρα, σαφώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι προφανές και αληθινό
    παράδειγμα  Clearly, we have work to do to achieve our aims.
    Ξεκάθαρα, έχουμε δουλειά να κάνουμε για να πετύχουμε τους στόχους μας.
    παράδειγμα  It is clearly superior/inferior/better.
    Είναι σαφώς ανώτερος/κατώτερος/καλύτερος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]