clearly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | clearly |
συγκριτικός | more clearly |
υπερθετικός | most clearly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]clearly (en)
- καθαρά, σαφώς, με τρόπο που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω
I am hearing/seeing clearly.
- Ακούω/βλέπω καθαρά.
Small children don’t speak clearly.
- Τα μικρά παιδιά δε μιλούν καθαρά.
The city is clearly visible.
- Διακρίνεται σαφώς η πόλη.
- καθαρά, σαφώς, ξεκάθαρα, εμφανώς, με τρόπο λογικό και εύκολο να κατανοηθεί
They are clearly against us!
- Αυτοί είναι καθαρά εναντίον μας!
She writes clearly.
- Γράφει καθαρά.
His innocence is clearly seen from his testimony.
- Από τις καταθέσεις φαίνεται καθαρά η αθωότητά του.
It was clearly stated that…
- Δηλώθηκε σαφώς ότι…
clearly expressed comments - ξεκάθαρα διατυπωμένα σχόλια
clearly different - εμφανώς διαφορετικός
- ξεκάθαρα, σαφώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι προφανές και αληθινό
Clearly, we have work to do to achieve our aims.
- Ξεκάθαρα, έχουμε δουλειά να κάνουμε για να πετύχουμε τους στόχους μας.
It is clearly superior/inferior/better.
- Είναι σαφώς ανώτερος/κατώτερος/καλύτερος.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις obviously και explicitly