cleavage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cleavage cleavages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cleavage (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ντεκολτέ, άνοιγμα σε ρούχο, συνήθως γυναικείο, που αφήνει να φαίνονται το κάτω μέρος του λαιμού και τμήμα του πάνω μέρους του στήθους
    ⮡  revealing cleavage - αποκαλυπτικό ντεκολτέ