clephte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clephte | clephtes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clephte (fr), klephte αρσενικό
- (ελληνική ιστορία) ο κλέφτης
ενικός | πληθυντικός |
clephte | clephtes |
clephte (fr), klephte αρσενικό