clepsydre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- clepsydre < αρχαία ελληνική κλεψύδρα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clepsydre (fr) θηλυκό
- η κλεψύδρα
clepsydre (fr) θηλυκό