clientéliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clientéliste | clientélistes |
Επίθετο[επεξεργασία]
clientéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
clientéliste | clientélistes |
clientéliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό