Μετάβαση στο περιεχόμενο

clientele

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

clientele (en)

  • η πελατεία
      The advertisement is bringing in clientele.
    Η διαφήμιση φέρνει πελατεία.
      He has such a large clientele that he is forced to turn people away.
    Έχει τόσο μεγάλη πελατεία που αναγκάζεται να διώχνει τον κόσμο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]