climb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /klaɪm/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
climb climbs

climb (en)

  1. η ανάβαση, το ανέβασμα, το να ανέβω σε βουνό, βράχο ή μεγάλο αριθμό σκαλοπατιών
    The climb to the top of Olympus is dangerous.
    Η ανάβαση στην κορυφή του Ολύμπου είναι επικίνδυνη.
    The climb to the top of the mountain was difficult.
    Το ανέβασμα ως την κορυφή του βουνού ήταν δύσκολο.
  2. (συνήθως ενικός) η αναρρίχηση, η αύξηση
    a climb in oil prices - αναρρίχηση των τιμών του πετρελαίου
  3. (συνήθως ενικός) η αναρρίχηση, το να ανέρχομαι σε ανώτερη βαθμίδα
    He used legitimate and illegitimate means in his climb to the prime minster’s office.
    Χρησιμοποίησε θεμιτά και αθέμιτα μέσα για την αναρρίχησή του στον πρωθυπουργικό θώκο.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας climb
γ΄ ενικό ενεστώτα climbs
αόριστος climbed
παθητική μετοχή climbed
ενεργητική μετοχή climbing

climb (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανεβαίνω κάτι προς την κορυφή
    I am climbing the stairs.
    Ανεβαίνω τις σκάλες.
    We climbed to the top of the mountain.
    Ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού.
    We were climbing on the path.
    Ανεβαίναμε από το μονοπάτι.
     συνώνυμα: go up
  2. (αμετάβατο) σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανεβαίνω, μετακινούμαι κάπου ψηλά, ειδικά με δυσκολία ή προσπάθεια, χρησιμοποιώντας χέρια και πόδια
    I watched him climbing up the wall.
    Τον παρακολούθησα που σκαρφάλωνε τον τοίχο.
    We climbed high.
    Αναρριχηθήκαμε ψηλά.
    We were climbing on trees and cutting fruit.
    Ανεβαίναμε στα δέντρα και κόβαμε φρούτα.
  3. (αμετάβατο) ανεβαίνω, για θερμοκρασία, χρήματα κτλ. που αυξάνεται σε αξία ή ποσότητα
    Our expenses/debts keep climbing.
    Τα έξοδά μας/χρέη μας ανεβαίνουν συνεχώς.
    The barometer is climbing.
    Το βαρόμετρο ανεβαίνει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανεβαίνω, κινούμαι σε υψηλότερη θέση σε ένα γράφημα, πίνακα, κοινωνία ή οργανισμό
    He climbed to the rank of major.
    Ανέβηκε στο βαθμό του ταγματάρχη.

Πηγές[επεξεργασία]