Μετάβαση στο περιεχόμενο

clip

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
clip clips

clip (en)

  1. το κλιπ, ένα μικρό μέρος μιας ταινίας που προβάλλεται χωριστά
    παράδειγμα  a video clip - βίντεο κλιπ
  2. το κλιπ, μικρός μηχανισμός για να κλείνει ένα άνοιγμα ή για να συγκρατεί κάτι
    παράδειγμα  a tie clip - κλιπ γραβάτας
ενεστώτας clip
γ΄ ενικό ενεστώτα clips
αόριστος clipped
παθητική μετοχή clipped
ενεργητική μετοχή clipping

clip (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδέω κάτι ή πιάνω κάτι με κάτι άλλο με ένα κλιπ
    παράδειγμα  Clip the pages together.
    Συνδέστε τις σελίδες με ένα κλιπ./Βάλε τις σελίδες μαζί με ένα κλιπ.
    παράδειγμα  He clipped the microphone (on) to his collar.
    Έπιασε το μικρόφωνο με το κλιπ στο γιακά του.
  2. (μεταβατικό) κουρεύω, κλαδεύω, κόβω κάτι με ψαλίδι για να το κάνω πιο κοντό ή πιο περιποιημένο
    παράδειγμα  I am clipping the hedges in the front yard.
    Κουρεύω/Κλαδεύω τους θάμνους στην μπροστινή αυλή.
    παράδειγμα  He clipped off an inch of wire./He clipped an inch off/from the wire.
    Έκοψε περίπου μια ίντσα από το σύρμα.
  3. (μεταβατικό) χτυπάω κάτι ελαφρά στο πλάι
    παράδειγμα  The car clipped the curb as it turned.
    Το αυτοκίνητο χτύπησε ελαφρά το κράσπεδο καθώς έστριβε.
  4. (μεταβατικό) κόβω κάτι από κάτι άλλο χρησιμοποιώντας ψαλίδι
    παράδειγμα  I clipped the article from/out of the paper.
    Έκοψα το άρθρο από την εφημερίδα.