clip
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clip | clips |
clip (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | clip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clips |
αόριστος | clipped |
παθητική μετοχή | clipped |
ενεργητική μετοχή | clipping |
clip (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδέω κάτι ή πιάνω κάτι με κάτι άλλο με ένα κλιπ
Clip the pages together.
- Συνδέστε τις σελίδες με ένα κλιπ./Βάλε τις σελίδες μαζί με ένα κλιπ.
He clipped the microphone (on) to his collar.
- Έπιασε το μικρόφωνο με το κλιπ στο γιακά του.
- (μεταβατικό) κουρεύω, κλαδεύω, κόβω κάτι με ψαλίδι για να το κάνω πιο κοντό ή πιο περιποιημένο
I am clipping the hedges in the front yard.
- Κουρεύω/Κλαδεύω τους θάμνους στην μπροστινή αυλή.
He clipped off an inch of wire./He clipped an inch off/from the wire.
- Έκοψε περίπου μια ίντσα από το σύρμα.
- (μεταβατικό) χτυπάω κάτι ελαφρά στο πλάι
The car clipped the curb as it turned.
- Το αυτοκίνητο χτύπησε ελαφρά το κράσπεδο καθώς έστριβε.
- (μεταβατικό) κόβω κάτι από κάτι άλλο χρησιμοποιώντας ψαλίδι
I clipped the article from/out of the paper.
- Έκοψα το άρθρο από την εφημερίδα.