clog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clog (en) ουδέτερο
Ρήμα[επεξεργασία]
clog (en)
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
clog στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ιρλανδικά γαελικά (ga) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
clog (ga)