clog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clog | clogs |
clog (en)
- το ξυλοπάπουτσο, το τσόκαρο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | clog |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clogs |
αόριστος | clogged |
παθητική μετοχή | clogged |
ενεργητική μετοχή | clogging |
clog (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως στην παθητική φωνή) βουλώνω, φράζω, μπλοκάρω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Ιρλανδικά γαελικά (ga)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clog (ga)
- το ρολόι