clopen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

clopen (en) (μαθηματικά)

  1. κλειστανοιχτό, ένα σύνολο που είναι ανοιχτό και κλειστό ταυτόχρονα
    Τhe set of all real numbers is both open and closed, therefore it is a clopen set.
    Το σύνολο όλων των πραγματικών αριθμών είναι και ανοιχτό και κλειστό, άρα είναι ένα κλειστανοιχτό σύνολο.