Μετάβαση στο περιεχόμενο

cloudy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός cloudy
συγκριτικός cloudier
υπερθετικός cloudiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cloudy < cloud + -y

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cloudy (en)

  1. συννεφιασμένος, για τον ουρανό όταν σκεπάζεται με σύννεφα
      a cloudy sky - συννεφιασμένος ουρανός
      It suddenly became/got cloudy and started raining.
    Συννέφιασε ξαφνικά και άρχισε να βρέχει.
      It’s cloudy today.
    Σήμερα έχει/είναι συννεφιά.
  2. θολός, για υγρά που δεν είναι διαυγή ή δεν βλέπεις εύκολα μέσα τους
      The water looks cloudy and is not drinkable.
    Το νερό φαινόταν θολό και δεν πίνεται.