cloudy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | cloudy |
| συγκριτικός | cloudier |
| υπερθετικός | cloudiest |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cloudy (en)
- συννεφιασμένος, για τον ουρανό όταν σκεπάζεται με σύννεφα
a cloudy sky - συννεφιασμένος ουρανός
It suddenly became/got cloudy and started raining.
- Συννέφιασε ξαφνικά και άρχισε να βρέχει.
It’s cloudy today.
- Σήμερα έχει/είναι συννεφιά.
- θολός, για υγρά που δεν είναι διαυγή ή δεν βλέπεις εύκολα μέσα τους
The water looks cloudy and is not drinkable.
- Το νερό φαινόταν θολό και δεν πίνεται.