coarticulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coarticulation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coarticulation | coarticulations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coarticulation (fr) θηλυκό