Μετάβαση στο περιεχόμενο

coating

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
coating coatings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coating (en)

  • η επίστρωση
      floor coating - επίστρωση δαπέδου
      pan with ceramic coating - τηγάνι με κεραμική επίστρωση
      anti-reflective coating - αντιανακλαστική επίστρωση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

coating (en)