coating
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coating | coatings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coating (en)
- η επίστρωση
- ⮡ floor coating - επίστρωση δαπέδου
- ⮡ pan with ceramic coating - τηγάνι με κεραμική επίστρωση
- ⮡ anti-reflective coating - αντιανακλαστική επίστρωση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]coating (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του coat