cochonnerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cochonnerie < cochon
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cochonnerie | cochonneries |
cochonnerie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η βρομιά, η ακαθαρσία
- (οικείο) η αθυροστομία
- αντικείμενο που φτιάχτηκε πρόχειρα ή άσχημα
- (οικείο) κάτι ασήμαντο, χωρίς αξία