cochonnerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cochonnerie < cochon

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cochonnerie cochonneries

cochonnerie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η βρομιά, η ακαθαρσία
  2. (οικείο) η αθυροστομία
  3. αντικείμενο που φτιάχτηκε πρόχειρα ή άσχημα
  4. (οικείο) κάτι ασήμαντο, χωρίς αξία

Συγγενικά[επεξεργασία]