cocus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cocus < coquo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cocus αρσενικό
- (άλλη μορφή του coquus) μάγειρας
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cocus | cocī |
γενική | cocī | cocōrum |
δοτική | cocō | cocīs |
αιτιατική | cocum | cocōs |
κλητική | coce | cocī |
αφαιρετική | cocō | cocīs |