coffeemaker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
coffeemaker | coffeemakers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]coffeemaker (en)
ενικός | πληθυντικός |
coffeemaker | coffeemakers |
coffeemaker (en)