cognac
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cognac (fr) αρσενικό (πληθυντικός: cognacs)
- κονιάκ
- verre à cognac : ποτήρι του κονιάκ (με ίσιο πάτο)
- ποτήρι από κονιάκ
- nous avons bu quelques cognacs : ήπιαμε μερικά ποτήρια κονιάκ
Επίθετο[επεξεργασία]
cognac (fr)
- το χρώμα του κονιάκ
- une robe cognac : ένα φόρεμα χρώματος κονιάκ