cognizant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈkɒ(ɡ)nɪz(ə)nt/
Επίθετο[επεξεργασία]
cognizant
- cognizant of: ο ενήμερος
- αυτός που έχει επίγνωση και αντίληψη ενήλικα
/ˈkɒ(ɡ)nɪz(ə)nt/
cognizant