Μετάβαση στο περιεχόμενο

cognizant

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈkɒ(ɡ)nɪz(ə)nt/

Επίθετο

[επεξεργασία]

cognizant

  1. cognizant of: ο ενήμερος
  2. αυτός που έχει επίγνωση και αντίληψη ενήλικα