cohérence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: coherence

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ.e.ʁɑ̃s/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cohérence cohérences

cohérence (fr) θηλυκό

  1. η συνάφεια
  2. η συνοχή