coiffeur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | coiffeur | coiffeurs |
θηλυκό | coiffeuse | coiffeuses |
coiffeur (fr) αρσενικό (θηλυκό coiffeuse)