Μετάβαση στο περιεχόμενο

coiffeuse

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coiffeuse coiffeuses

coiffeuse (fr) θηλυκό (αρσενικό coiffeur)