Μετάβαση στο περιεχόμενο

coke

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coke < (άμεσο δάνειο) αγγλική coke

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coke cokes

coke (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coke (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]