colérique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
colérique | colériques |
colérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
colérique | colériques |
colérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό