colar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colar | colares |
colar (pt)αρσενικό
- το κολλιέ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colar | colares |
colar (pt)αρσενικό