colazione
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- colazione < λατινική collatione (γεύμα που οι μοναχοί έτρωγαν μαζί, μετά το απόγευμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
colazione | colazioni |
colazione (it)