colega
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colega | colegas |
colega (pt) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colega | colegas |
colega (pt) αρσενικό ή θηλυκό