collégialité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- collégialité < collégial
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
collégialité | collégialités |
collégialité (fr) θηλυκό