collaborator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
collaborator | collaborators |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]collaborator (en)
- ο συνεργάτης, ένα άτομο που συνεργάζεται με ένα άλλο άτομο για να δημιουργήσει ή να παράγει κάτι όπως ένα βιβλίο
- ↪ The collaborators of the encyclopedia/the dictionary, the authors.
- Οι συνεργάτες της εγκυκλοπαίδειας/του λεξικού, οι συγγραφείς.
- ↪ The collaborators of the encyclopedia/the dictionary, the authors.
- (κακόσημο) ο συνεργάτης, που συμπράττει με τον εχθρό, ο δωσίλογος
- ↪ The sympathizers were collaborators with the Germans.
- Οι δωσίλογοι ήταν συνεργάτες των Γερμανών.
- ↪ The sympathizers were collaborators with the Germans.