collant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | collant | collants |
θηλυκό | collante | collantes |
collant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
collant | collants |
collant (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collant (it)
- το κολάν