collect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
collect (en) (χωρίς παραθετικά)
- με χρέωση παραλήπτη ή καλούμενου προκειμένου για τηλεφωνική κλήση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | collect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | collects |
αόριστος | collected |
παθητική μετοχή | collected |
ενεργητική μετοχή | collecting |
collect (en)
- μαζεύω, συγκεντρώνω
- συλλέγω
- ↪ He collects stamps.
- Συλλέγει γραμματόσημα. (είναι συλλέκτης γραμματοσήμων)
- ↪ He collects stamps.
- εισπράττω
- (μεταβατικό, βρετανική σημασία) περνάω να πάρω κάποιον, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
Πηγές[επεξεργασία]
- collect (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ