collect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

collect (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας collect
γ΄ ενικό ενεστώτα collects
αόριστος collected
παθητική μετοχή collected
ενεργητική μετοχή collecting

collect (en)

  1. μαζεύω, συγκεντρώνω
  2. συλλέγω
    he collects stamps - συλλέγει γραμματόσημα (είνα συλλέκτης γραμματοσήμων)
  3. εισπράττω