collect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]collect (en) (χωρίς παραθετικά)
- με χρέωση παραλήπτη ή καλούμενου προκειμένου για τηλεφωνική κλήση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | collect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | collects |
αόριστος | collected |
παθητική μετοχή | collected |
ενεργητική μετοχή | collecting |
collect (en)
- (μεταβατικό) μαζεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω, πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους ή μέρη
- ⮡ He collected his things and left.
- Μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε.
- ⮡ I am collecting information on the subject.
- Συγκεντρώνω πληροφορίες για το θέμα.
- ⮡ They are collecting signatures for their petition.
- Συγκεντρώνουν υπογραφές για το αίτημά τους.
- ⮡ The police are collecting information about the activity of suspicious individuals.
- Η αστυνομία συλλέγει πληροφορίες για τη δραστηριότητα ύποπτων ατόμων.
- ≈ συνώνυμα: gather, → και δείτε τη λέξη assemble
- ⮡ He collected his things and left.
- (μεταβατικό) μαζεύω, συλλέγω πράγματα για χόμπι
- ⮡ We collected old coins.
- Μαζέψαμε παλιά νομίσματα.
- ⮡ He collects stamps.
- Συλλέγει γραμματόσημα. (είναι συλλέκτης γραμματοσήμων)
- ⮡ We collected old coins.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαζεύω, συλλέγω, συσσωρεύω, σταδιακά αυξάνομαι σε ποσότητα σε ένα μέρος· σταδιακά αποκτώ όλο και περισσότερο κάτι σε ένα μέρος
- ⮡ The dam collects water from the surrounding mountains.
- Το φράγμα μαζεύει το νερό από από τα γύρω βουνά.
- ⮡ Rainwater collects in shallow depressions on the ground.
- Το βρόχινο νερό συλλέγεται σε ρηχές κοιλότητες στο έδαφος.
- ⮡ The books are collecting in warehouses and aren’t being made available to readers.
- Τα βιβλία συσσωρεύονται στις αποθήκες και δεν είναι προσιτά στους αναγνώστες.
- ≈ συνώνυμα: accumulate
- ⮡ The dam collects water from the surrounding mountains.
- (μεταβατικό) παραλαμβάνω, μαζεύω, συλλέγω, πάω κάπου για να αφαιρέσω κάποιον ή κάτι
- ⮡ The package is waiting to be collected.
- Το πακέτο περιμένει να παραληφθεί.
- ⮡ On arrival, collect your keys from reception.
- Με την άφιξή σας, παραλάβετε τα κλειδιά σας από τη ρεσεψιόν.
- ⮡ You will pay at the register and collect your purchases from the ground floor.
- Θα πληρώσετε στο ταμείο και θα παραλάβετε τα ψώνια σας από το ισόγειο.
- ⮡ When does the municipality collect the recycling?
- Πότε ο δήμος μαζεύει την ανακύκλωση;
- ⮡ The municipality sent employees to collect the garbage.
- Ο δήμος έβαλε υπαλλήλους να συλλέξουν τα σκουπίδια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pick up
- ⮡ The package is waiting to be collected.
- (μεταβατικό, βρετανική σημασία) παραλαμβάνω, περνάω να πάρω, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαζεύω, συγκεντρώνω, ζητώ από τους ανθρώπους να μου δώσουν χρήματα ή άλλα πράγματα για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- (μεταβατικό) εισπράττω, μαζεύω, παίρνω τα χρήματα κτλ. που κάποιος χρωστάει
- ⮡ I am collecting interest/rent/taxes.
- Εισπράττω τόκους/ενοίκιο/φόρους.
- ⮡ The amount will be collected in twelve installments.
- Το ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις.
- ⮡ The government collects taxes.
- Η κυβέρνηση μαζεύει τους φόρους.
- ⮡ I am collecting interest/rent/taxes.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μαζεύω, παραλαμβάνω ή κερδίζω κάτι
- ⮡ She collected 25,000 euros in compensation.
- Μάζεψε 25.000 ευρώ ως αποζημίωση.
- ⮡ He collected his prize as a special ceremony.
- Παρέλαβε το βραβείο του σε ειδική τελετή.
- ⮡ He went to the casino most nights, but usually failed to collect.
- Πήγαινε στο καζίνο τις περισσότερες νύχτες, αλλά συνήθως δεν κατάφερνε να κερδίσει.
- ⮡ She collected 25,000 euros in compensation.
- (αμετάβατο) μαζεύομαι, για ανθρώπους που συγκεντρώνονται σε ένα μέρος
Πηγές
[επεξεργασία]- collect (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- collect (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- collect (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, συγκεντρώνω