collect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
collect (en)
- με χρέωση παραλήπτη ή καλούμενου προκειμένου για τηλεφωνική κλήση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | collect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | collects |
αόριστος | collected |
παθητική μετοχή | collected |
ενεργητική μετοχή | collecting |
collect (en)
- μαζεύω, συγκεντρώνω
- συλλέγω
- ↪ he collects stamps - συλλέγει γραμματόσημα (είνα συλλέκτης γραμματοσήμων)
- εισπράττω