collect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

collect (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας collect
γ΄ ενικό ενεστώτα collects
αόριστος collected
παθητική μετοχή collected
ενεργητική μετοχή collecting

collect (en)

  1. (μεταβατικό) μαζεύω, συγκεντρώνω πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους ή μέρη
    I am collecting information.
    Συγκεντρώνω πληροφορίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble
  2. συλλέγω
    He collects stamps.
    Συλλέγει γραμματόσημα. (είναι συλλέκτης γραμματοσήμων)
  3. εισπράττω
  4. (μεταβατικό, βρετανική σημασία) περνάω να πάρω κάποιον, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
    I will collect the children from school.
    Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pick up

Πηγές[επεξεργασία]