collect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

collect (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας collect
γ΄ ενικό ενεστώτα collects
αόριστος collected
παθητική μετοχή collected
ενεργητική μετοχή collecting

collect (en)

  1. (μεταβατικό) μαζεύω, συγκεντρώνω, συλλέγω, πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους ή μέρη
    ⮡  He collected his things and left.
    Μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε.
    ⮡  I am collecting information on the subject.
    Συγκεντρώνω πληροφορίες για το θέμα.
    ⮡  They are collecting signatures for their petition.
    Συγκεντρώνουν υπογραφές για το αίτημά τους.
    ⮡  The police are collecting information about the activity of suspicious individuals.
    Η αστυνομία συλλέγει πληροφορίες για τη δραστηριότητα ύποπτων ατόμων.
     συνώνυμα: gather, → και δείτε τη λέξη assemble
  2. (μεταβατικό) μαζεύω, συλλέγω πράγματα για χόμπι
    ⮡  We collected old coins.
    Μαζέψαμε παλιά νομίσματα.
    ⮡  He collects stamps.
    Συλλέγει γραμματόσημα. (είναι συλλέκτης γραμματοσήμων)
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαζεύω, συλλέγω, συσσωρεύω, σταδιακά αυξάνομαι σε ποσότητα σε ένα μέρος· σταδιακά αποκτώ όλο και περισσότερο κάτι σε ένα μέρος
    ⮡  The dam collects water from the surrounding mountains.
    Το φράγμα μαζεύει το νερό από από τα γύρω βουνά.
    ⮡  Rainwater collects in shallow depressions on the ground.
    Το βρόχινο νερό συλλέγεται σε ρηχές κοιλότητες στο έδαφος.
    ⮡  The books are collecting in warehouses and aren’t being made available to readers.
    Τα βιβλία συσσωρεύονται στις αποθήκες και δεν είναι προσιτά στους αναγνώστες.
     συνώνυμα: accumulate
  4. (μεταβατικό) παραλαμβάνω, μαζεύω, συλλέγω, πάω κάπου για να αφαιρέσω κάποιον ή κάτι
    ⮡  The package is waiting to be collected.
    Το πακέτο περιμένει να παραληφθεί.
    ⮡  On arrival, collect your keys from reception.
    Με την άφιξή σας, παραλάβετε τα κλειδιά σας από τη ρεσεψιόν.
    ⮡  You will pay at the register and collect your purchases from the ground floor.
    Θα πληρώσετε στο ταμείο και θα παραλάβετε τα ψώνια σας από το ισόγειο.
    ⮡  When does the municipality collect the recycling?
    Πότε ο δήμος μαζεύει την ανακύκλωση;
    ⮡  The municipality sent employees to collect the garbage.
    Ο δήμος έβαλε υπαλλήλους να συλλέξουν τα σκουπίδια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pick up
  5. (μεταβατικό, βρετανική σημασία) παραλαμβάνω, περνάω να πάρω, πάω κάπου και παίρνω κάποιον που με περιμένει
    ⮡  I collected them from the airport and took them to the hotel.
    Τους παρέλαβα από το αεροδρόμιο και τους πήγα στο ξενοδοχείο.
    ⮡  I will collect the children from school.
    Θα περάσω να πάρω τα παιδιά από το σχολείο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pick up
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαζεύω, συγκεντρώνω, ζητώ από τους ανθρώπους να μου δώσουν χρήματα ή άλλα πράγματα για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  We’re collecting money for the blind.
    Μαζεύουμε χρήματα για τους τυφλούς.
    ⮡  The church collected money and clothing for the poor.
    Η εκκλησία συγκέντρωσε χρήματα και ρουχισμό για τους φτωχούς.
     συνώνυμα: raise
  7. (μεταβατικό) εισπράττω, μαζεύω, παίρνω τα χρήματα κτλ. που κάποιος χρωστάει
    ⮡  I am collecting interest/rent/taxes.
    Εισπράττω τόκους/ενοίκιο/φόρους.
    ⮡  The amount will be collected in twelve installments.
    Το ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις.
    ⮡  The government collects taxes.
    Η κυβέρνηση μαζεύει τους φόρους.
  8. (μεταβατικό και αμετάβατο) μαζεύω, παραλαμβάνω ή κερδίζω κάτι
    ⮡  She collected 25,000 euros in compensation.
    Μάζεψε 25.000 ευρώ ως αποζημίωση.
    ⮡  He collected his prize as a special ceremony.
    Παρέλαβε το βραβείο του σε ειδική τελετή.
    ⮡  He went to the casino most nights, but usually failed to collect.
    Πήγαινε στο καζίνο τις περισσότερες νύχτες, αλλά συνήθως δεν κατάφερνε να κερδίσει.
  9. (αμετάβατο) μαζεύομαι, για ανθρώπους που συγκεντρώνονται σε ένα μέρος
    ⮡  A crowd began to collect in front of the embassy.
    Μια συγκέντρωση άρχισε να μαζεύεται μπροστά στην πρεσβεία.
    ⮡  Troops are collecting at the border.
    Στρατεύματα συγκεντρώνονται στα σύνορα.
     συνώνυμα: gather