collectif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.tif/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collectif (fr) αρσενικό
- η ομάδα ατόμων υπεύθυνη για την επίτευξη ενός σκοπού, η συλλογικότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ.lɛk.tif/
Επίθετο[επεξεργασία]
collectif (fr) αρσενικό