collimator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
collimator | collimators |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
collimator (en)
- (φυσική) παραλληλιστής/ευθυγραμμιστής ακτινοβολίας
ενικός | πληθυντικός |
collimator | collimators |
collimator (en)