Μετάβαση στο περιεχόμενο

colonisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
colonisation colonisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

colonisation (en)

  1. άλλη γραφή του colonization



      ενικός         πληθυντικός  
colonisation colonisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

colonisation (fr) θηλυκό